- ἀσυγγνωμόνητος
- ἀσυγ-γνωμόνητος, ον, = sq., Phint. ap. Stob.4.23.61a, Sch.A.Pr. 34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσυγγνωμόνητον — ἀσυγγνωμόνητος masc/fem acc sg ἀσυγγνωμόνητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγγνωμόνητοι — ἀσυγγνωμόνητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)